Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Κακοδίκι: "Ένα χωριό χάνει την καρδιά του"



Γράφει ο Γ.Ι. Ξενάκης
Με κίνδυνο ότι μπορεί να κατηγορηθώ ως... οικολόγος (στον τόπο μας είναι σαν να παραδέχεσαι πως έχεις ψώρα), που δεν είμαι γιατί δεν μπορώ και δεν με αφήνουν, θα αναφερθώ ακόμη μια φορά στον ασελγή τρόπο που αντιμετωπίζεται το Κακοδίκι, με αφορμή τη νέα “εθνική” (για τη... Λιβύη, διάβασα). Μια διευκρίνιση: Ο δρόμος από τον Ταυρωνίτη ως την Παλιόχωρα είναι από τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και την πρόοδο του τόπου μας κι έπρεπε να βελτιωθεί. Χρησιμοποιώ συνειδητά τη λέξη βελτίωση: Αλλαγή προς το καλύτερο, γιατί ο τόπος μας πριν από όλα χρειάζεται σεβασμό... Στο τραγικό και τυπικό παράδειγμα του χωριού μου αναφαίνεται πόσο καταστροφική μπορεί να είναι μία παρανοημένη, παράλογη και παρεξηγημένη αντίληψη για την ανάπτυξη, την πρόοδο και τα μεγάλα έργα. Το Κακοδίκι λοιπόν. Σήμερα μόλις 300 κάτοικοι, διασκορπισμένοι σε μικρογειτονειές, λίγα σπίτια ακουμπούν το ένα το άλλο, μοναξιά και ελευθερία μαζί, ένα ακόμη από τα πολλά χωριά μας που δεν μπορείς αστειευόμενος να πεις εκείνο το λαζοπούλειο «Πάμε πλατεία...». Ένα χωριό δηλαδή χωρίς τις υποδομές και τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός οργανωμένου χωριού. Οι άνθρωποί του, χωρίς να το καταλαβαίνουν, συνεχίζουν ίσως την ίδια τακτική των αρχαίων προγόνων τους, που καθένας μόνος στο χωραφάκι του ξόδευαν τόσο τη γη, όσο για να ζουν και σαν ο κίνδυνος ήταν κοντά και τα καραούλια σήμαιναν συναγερμό, έβαζαν τα δυνατά τους, όσοι μπορούσαν, να φτάσουν στην αρχαία πόλη, που τα ερείπιά της είναι διάσπαρτα από το Κάδρος ως το Βληθιά και το Σπανιάκο. Ήταν η Κάντανος; Η Κάτρη; Ποιος θα μας το πει; Ασήμαντη δεν ήταν... Το φανερώνουν τα κυκλώπεια τείχη της, τα κτίσματα, οι πελεκητές καντουνάδες, οι λαξευτοί τάφοι, το ιερό του ήλιου, τώρα σεμνό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία που ξανάκτισαν η πίστη και η πλάτη της Βαρδουλοσταύρενας και των συγγενών της. Σήμερα εγκαταλελειμμένη, έκθετη στον πατριωτισμό των αρχαιοκαπήλων και των λαθροκυνηγών και στο έλεος της κατσίκας.
Φοβούμαι πως κάποιοι προσπαθούν να σβήσει αυτός ο τόπος. Μα δεν είναι του παρόντος. Όμως το Κακοδίκι δεν ήταν πάντα έτσι. Έχουμε πολλές αποδείξεις πως υπήρξαν εποχές μεγάλης ανάπτυξης και πως από τη βυζαντινή περίοδο και στη συνέχεια κατά τη βενετσιάνικη και την τούρκικη κατοχή, ως την απελευθέρωση της Κρήτης και μετά χωρίς διακοπή ως τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, έπαιξε σημαντικό ρόλο για την περιοχή. Ο αγαπητός μου φίλος φιλόλογος Γιώργος Ι. Λουπάσης στο βιβλίο: Το Κακοδίκι της Κρήτης. Έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου Κακοδικιανών Αττικής, Αθήνα 1991που έγραψε με πολλή αγάπη και γνώση για το χωριό μας, αναφέρεται με πολλές πολύτιμες λεπτομέρειες στην προσφορά των Κακοδικιανών στον απελευθερωτικό αγώνα του τόπου μας. ΩΣτην απελευθέρωση από την τουρκική σκλαβιά οι κάτοικοί του δίνουν δυναμικά το παρόν και η συμμετοχή τους «μαρτυρείται είτε ως οπλαρχηγών είτε ως απλών αγωνιστών» (σελ. 45). Στην επανάσταση του 1821 με το δραματικό αποκορύφωμα της τρομερής σφαγής των κατοίκων του είναι το Kακοδίκι για μικρό διάστημα η έδρα του Επάρχου Σελίνου με τον Μαρτινιανό Περράκη και στην επανάσταση του 1866 δοξάζεται με τη μάχη στο Κάδρος, τη Δημητσάνα της Κρήτης. «Στο Κακοδίκι επιφυλασσόταν η μεγάλη τιμή, γράφει ο Γ. Ι. Λουπάσης να γίνει ο τόπος όπου οι αιμοσταγείς δυνάστες αναγνώρισαν την ήττα τους και ταπεινωμένοι - και με την προστασία των μεγάλων δυνάμεων εγκαταλείπουν τα ιερά χώματα του Σελίνου». Η υπογραφή της συμφωνίας αποχώρησης των Τούρκων από το Σέλινο έγινε στις 27 Φεβρουαρίου 1897 στο σπίτι του παπά Στελιανού Λουπάση στα Μπεηλίτικα Κακοδικίου. Μία σύντομη επιγραφή σε έναν απλό μαρμάρινο τύμβο μπροστά στο έρημο κτίσμα ενός από τα 3 σχολεία που λειτουργούσαν στο Κακοδίκι, που ο σημερινός παπα - Στελιανός Λουπάσης προσπαθεί με τα χέρια του να κρατήσει όρθιο, μαρτυρά το σπουδαίο γεγονός για τον τόπο και το Έθνος μας. Τα Μπεηλίτικα ήταν «τω καιρώ εκείνω» η καρδιά του Κακοδικιού. «Εκεί μαζεύονταν οι επαναστάτες κι εκεί συνεδρίαζαν κι έπαιρναν αποφάσεις», γράφει ο Γ. Σειστάκης στα «Χανιώτικα νέα» στις 23.8.1980. Εκεί αποφάσισαν να προσχωρήσουν στο Κίνημα του Θερίσου, το οποίο κατά το Γιώργο Ι. Λουπάση «...περιποιεί ακόμη μεγαλύτερη τιμή στο Κακοδίκι», όπως και να πολεμήσουν ως εθελοντές στον Μακεδονικό Αγώνα. Η συνοικία ήταν στο κέντρο του Κακοδικίου, «...με εκτάσεις επίπεδες και εύφορες και πολλά καταστήματα (μαγαζιά) λειτουργούσαν προσελκύοντας κόσμο και από άλλα χωριά της επαρχίας Σελίνου, καθώς μάλιστα από κει διερχόταν ο βασιλικός δρόμος που οδηγούσε ως την Παλιόχωρα και κάθε Πέμπτη είχε καθιερωθεί να γίνεται παζάρι. Η ακμή της συνοικίας πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε αρχίσει από πολύ παλαιότερα, αν ληφθούν υπόψη οι τρεις βυζαντινοί ναοί που τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα έχουν ανεγερθεί στην περιοχή», συνεχίζει ο Γ. Ι. Λουπάσης. Τα Μπεηλίτικα έσφυζαν από ζωή. Οι Κακοδικιανοί με τα γιοργαλίδικα μπεγίρια τους, που ήταν το μεγάλο πάθος τους -ακόμη και σήμερα τους λένε «μπεγιρονούσηδες»- έκαναν επίδειξη λεβεντιάς, παζάρευαν τη σοδειά τους, λάδι, κρασί, αμύγδαλα, χαρούπια και γλεντούσαν στα μαγαζιά κουμαροπαίζοντας. Τα χαρτιά και ζάρια είναι το επόμενο πάθος τους, γνωστό κι από τους «Κρητικούς γάμους» του Ζαμπέλιου. «Αυτά μέχρι που πέρασε και από το Κακοδίκι η λαίλαπα της προόδου και του εκσυγχρονισμού», λέει με άλλη ευκαιρία ο Γ. Ι. Λουπάσης και σημειώνει προσεκτικά... «Μετά τη χάραξη του αμαξιτού δρόμου και την μετατόπιση των δραστηριοτήτων που εξυπηρετούνταν από αυτόν άρχισε η παρακμή». Ο εκσυγχρονισμός και η πρόοδος που ήρθε με τη μορφή του αμαξιτού δρόμου, οδήγησαν λοιπόν το Κακοδίκι στην παρακμή; Μα είναι δυνατό; Βεβαίως! Ο Γιώργος Ι. Λουπάσης δεν κάνει λάθος. Ο αμαξιτός δρόμος -οι γνώμες διίστανται για την αιτία, όχι πάντως οικονομικοί ή τεχνικοί λόγοι- δεν πέρασε από τα Μπεηλίτικα και οι μαγαζάτορες αναγκάστηκαν να κλείσουν τα καταστήματά τους και να αναζητήσουν χώρους κατά μήκος της καινούργιας χάραξης. Το Κακοδίκι έχασε το κέντρο του. Οι κάτοικοι έχασαν το σημείο αναφοράς τους. Αρκετά χρόνια χρειάστηκαν για να αρχίσει να πάλλει η καρδιά του Κακοδικιού. Σιγά σιγά δημιουργήθηκαν δύο νέοι πόλοι, τα Παπαδιανά και η Καλλιθέα, που θα συγκέντρωναν τις εμπορικές και τις κοινωνικές δραστηριότητες. Τα Μπεηλίδικα όμως δεν αναστήθηκαν. Η μικρή κοινωνία του χωριού είχε χάσει τη συνοχή της. «Ο κοινωνικός ιστός αδυνάτισε...», λέει ο Γ. Λουπάσης. H διάσπαση ήταν γεγονός και τα δύο... κέντρα του Κακοδικίου, αντιμάχονταν πολλές φορές το ένα το άλλο. Ο συναγωνισμός δεν ήταν πάντα στείρος. Στη μέση της απόστασης από τους δύο πόλους κτίζονται το Κοινοτικό Κατάστημα και τα γραφεία του Γεωργικού και Προμηθευτικού Συνεταιρισμού με αίθουσα εκδηλώσεων και αποθήκες και θεμελιώνεται ο ναός του Τιμίου Σταυρού. Δυο ελαιουργεία, ιδιωτικό στα Παπαδιανά και συνεταιριστικό στην Καλλιθέα, αντικαθιστούν σιγά σιγά τις παραδοσιακές φάμπρικες και στους δύο πόλους δραστηριοποιούνται σιδηρουργεία, τσαγκάρικο, σαμαράδικο και μία σειρά από καφεπαντοπωλεία, στα οποία παράλληλα προσφέρονται και οι υπηρεσίες του κουρέα, του πεταλά, των ΤΤΤ και του κρεοπώλη. Εκείνα τα χρόνια ιδρύεται ο Μορφωτικός Σύλλογος Κακοδικίου και ο νεότατος τότε στην καρδιά και το πνεύμα εξηντάρης και πλέον Τρακογιάννης, ιδρύει έναν από τους πρώτους Αγροτικούς Συλλόγους Νέων, που διαθέτει ως και δανειστική βιβλιοθήκη με ικανό αριθμό βιβλίων. Εκείνος όμως που κάνει την Καλλιθέα της εποχής περιβόητη είναι ο Περιβόητος. Ένας λεπτός, κομψός στην εμφάνιση και τους τρόπους και σπουδαίος άνθρωπος. Πασίγνωστος. Περιζήτητος και ανεπανάληπτος στην παρέα. Αληθινός μπονβιβάντ. Το καπηλειό του, πέρασμα των γλεντζέδων όλου του νομού. Ένα βαρέλι κανισκαδιανό κρασί κι ένα μοναδικό φαγητό κάθε μέρα, που δεν δοκίμαζε χωρίς παρέα. Αν τύχαινε και δεν είχε πελάτες έβγαινε στην παγανιά για να το μοιραστεί με το φίλο, τον στρατολάτη, το ξένο. Τους νηστικούς μαθητές που γύριζαν πολλές φορές με τα πόδια από την Κάντανο... Τέλη της 10ετίας του ’60 έρχεται πάλι η παρακμή. Όσοι, εξ... αιτίας της αστυφιλίας, δεν πήραν των αματιών τους για να βρεθούν στα Χανιά, την Αθήνα και το εξωτερικό, με την έκρηξη του τουρισμού κατηφόρισαν προς την Παλιόχωρα. Τα Παπαδιανά δεν άντεξαν. Η Καλλιθέα επιζεί ως τις μέρες μας, σαν από θαύμα ή χάρις στο πείσμα της μίας χούφτας ανθρώπων. Ως πότε όμως; Στις μέρες μας, ακόμη μία φορά και τούτη τη φορά με τη μορφή του αμαξιτού δρόμου, «η πρόοδος και ο εκσυγχρονισμός», ξεριζώνουν, ό,τι απόμεινε ως τις μέρες μας, από την καρδιά του Κακοδικιού. Η Καλλιθέα θυσιάζεται στη λογική της εθνικής των 16 μέτρων πλάτους. Θα χαλάσουν πεζοδρόμια (αν δεν έγινε ήδη), ως σύριζα στους τοίχους και τις πόρτες των σπιτιών θα φτάσει η άσφαλτος και το τσιμέντο, θα κοπούν αιωνόβια και σκιερά δέντρα και το χωριό θα χάσει για άλλη μία φορά το σημείο αναφοράς του. Δεν υπάρχει ίχνος πρόνοιας για τον οικισμό. Αντί να κρατηθεί, ό,τι απόμεινε, να διαμορφωθεί ο χώρος έτσι που να εξυπηρετεί την ανάπτυξη και την πρόοδο και να υπηρετεί την κοινωνική ανάγκη, αφανίζεται. Το ίδιο στα Παπαδιανά. Εκεί φαίνεται ήδη η ισοπεδωτική μανία και η εκσυγχρονιστική βουλιμία. Και απορεί κανείς, αν αυτό σημαίνει έργα, εκσυγχρονισμός, πρόοδος και ανάπτυξη. Και διερωτάται με ποιο τρόπο οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων που -όπως με πληροφόρησαν- πλήρωσε ο Δήμος μας, έλαβαν υπόψη τους τις κοινωνικές ανάγκες και την ποιότητα ζωής και πώς διασφαλίζονται οι άνθρωποι, όταν ο συνοικισμός τους χωρίζεται καταμεσής με μία οδό ταχείας κυκλοφορίας που περνά μέσα από τις αυλές τους και μπροστά από τις πόρτες τους; Και σκέπτεται, μήπως αρκούσαν μερικές εκατοντάδες από τα εκατομμύρια κυβικά χώματος που ανασκάφτηκαν στο Κακοδίκι και τώρα μπαζώνουν τα ρέμματα, για να κατασκευαστεί στην Καλλιθέα μία μικρή πλατειούλα, με λίγα λουλούδια, να ξαποσταίνουν οι περαστικοί κι οι λιγοστοί ντόπιοι. Και ερωτά κανείς: Πόσα θα κόστιζε; Περισσότερα από 3.600.000 ευρώ (1.225.000.000 δραχμές), που προβλέπει η μελέτη της... βελτίωσης του δρόμου για κάθε λεπτό που θα... κερδίσουν οι αυτοκινητιστές στη διαδρομή Καντάνου – Παλιόχωρας, δηλαδή; Απλές σκέψεις, θα πεις, μα ποιός θα τις κάνει... Για έναν ταλαιπωρημένο και άτυχο τόπο σαν το Κακοδίκι χάθηκε ακόμη μία ευκαιρία να επιζήσει, αλλά κυρίως χάθηκε μία ευκαιρία για να αποδείξουν οι πολιτικοί και οι οδοποιοί μας, ότι έχουν ευαισθησίες και ότι γνωρίζουν πως ένα έργο γίνεται πρωταρχικά για να υπηρετεί τις ανάγκες και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, μετά για να συντελέσει στην πρόοδο και την ανάπτυξη του τόπου και εντελώς τελευταία για να καλύψει τις νόρμες της ταχύτητας και της... αρπαχτής. Οι τελευταίοι που κρατούν την καρδιά του Κακοδικιού στην Καλλιθέα μετριούνται πια στα δάχτυλα. Είναι να τους θαυμάζει κανείς για το θάρρος τους, όταν η οικονομική υπόσταση και η ζωή τους βρίσκονται σε κίνδυνο... Απειλούνται από την «πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό», που θα περνούν από τη νέα «εθνική» (για τη... Λιβύη) μπροστά από την πόρτα τους με ιλιγιώδεις ταχύτητες. Μην τολμήσετε να τη διασχίσετε κάθετα, χωριανοί...: Κίνδυνος - θάνατος! Και μην ακούτε τους υπεύθυνους, πως θα βάλουν πινακίδες με τα επιτρεπόμενα όρια ταχύτητας. - Κύριοι υπεύθυνοι... Τις έχω ήδη... μπαλωτάρει και πού τον... είδατε! Προσωπική μου γνώμη: Η πινακίδα που ταιριάζει να βάλετε είναι: «Εδώ κτυπούσε ως το 2008 η καρδιά του Κακοδικίου. Με την συνεργασία μελετητών, μηχανικών, τεχνικών και πολιτικών κατεστράφη...». Να φαίνεται, τουλάχιστον, ότι έχετε συναίσθηση του τι κάνετε...
Φωτογραφίες: Κωστής Πετράκης
Χανιώτικα Νέα 23/06/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου